- μεσόζευγμα
- το перекладина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεσόζευγμα — το (Α μεσόζευγμα) νεοελλ. ξύλινο ή μεταλλικό κομμάτι το οποίο συνδέει δύο μεγαλύτερα, διασταυρούμενο με αυτά, για να τά συγκρατεί σταθερά στη θέση τους, κν. τραβέρσα αρχ. λέξη η οποία ανήκει εξίσου στην προηγούμενη και στην επόμενη πρόταση.… … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
μεσόζευξις — μεσόζευξις, εως, ἡ (Α) σχήμα λόγου, το μεσόζευγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ζεῦξις (< ζεύγνυμι), πρβλ. διά ζευξις] … Dictionary of Greek